Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΕΚΕΙ ΠΟΥ ΖΕΙ ΚΑΙ ΕΡΓΑΖΕΤΕ Ο ΝΙΚΟΣ


Η Γερμανία, επίσημα Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας (γερμ. Bundesrepublik Deutschland) είναι μία από τις μεγαλύτερες σε πληθυσμό χώρες της Ευρώπης, η πολυπληθέστερη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κινητήρια δύναμή της, και μία από τις σημαντικότερες βιομηχανικές και ανεπτυγμένες χώρες του κόσμου. Συνορεύει προς τα βόρεια με τη Δανία, στα ανατολικά με την Πολωνία και την Τσεχική Δημοκρατία, στα νότια με την Αυστρία και την Ελβετία και στα δυτικά με τη Γαλλία, το Λουξεμβούργο, το Βέλγιο και την Ολλανδία. Στα βόρεια βρέχεται από τη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική. Η Γερμανία (η τότε Δυτική Γερμανία) είναι ένα από τα ιδρυτικά μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Πίνακας περιεχομένων [Απόκρυψη]
1 Ιστορία
2 Γεωγραφία
2.1 Κλίμα
3 Πολίτευμα
3.1 Κόμματα
4 Διοικητική διαίρεση
4.1 Πόλεις
5 Οικονομία
6 Δημογραφία
6.1 Πληθυσμός και στατιστικά στοιχεία
6.2 Θρησκεία
6.3 Γλώσσα
7 Μεταφορές
8 Εξωτερικοί σύνδεσμοι
9 Παραπομπές


[Επεξεργασία] Ιστορία
Κύριο άρθρο: Γερμανική ιστορία
Πριν από περίπου 5.000 χρόνια εμφανίζονται οι πρώτοι οικισμοί στον χώρο της σημερινής Γερμανίας.

Από το 58 π.Χ. και μετά, τα νερά του Ρήνου αποτελούν το φυσικό σύνορο μεταξύ της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και των γερμανικών φύλων. Στα τέλη του 1ου αι. π.Χ. οι Ρωμαίοι δοκιμάζουν να επεκταθούν ανατολικά του ποταμού (Μεγάλη Γερμανία), αλλά η προσπάθεια αποτυγχάνει. Μεταξύ του 1ου και του 6ου αιώνα τα γερμανικά φύλα εξαπλώνονται στην Ευρώπη και αναμιγνύονται με τους Κέλτες. Μεγάλες εκτάσεις των σημερινών ανατολικών κρατιδίων της Γερμανίας παραμένουν μέχρι τα τέλη του μεσαίωνα πολιτιστικά στον σλαβικό χώρο.

Υπό της ηγεσίας του Καρλομάγνου, το Βασίλειο των Φράγκων αγωνίζεται από το 800 και μετά να γίνει πρώτη ευρωπαϊκή δύναμη. Η αυτοκρατορία του όμως δεν θα διαρκέσει για πολύ: κατά τη Συνθήκη του Βερντέν, που υπογράφεται στην ομώνυμη πόλη το 843 οι τρεις εγγονοί του Καρλομάγνου διαιρούν το τεράστιο αυτοκρατορικό κράτος του στο γαλλόφωνο Δυτικό Βασίλειο των Φράγκων και το γερμανόφωνο Ανατολικό Βασίλειο των Φράγκων.

Στις 2 Φεβρουαρίου του 962 ο Όθων Α' στέφεται στη Ρώμη πρώτος αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, η οποία όμως με την πάροδο των αιώνων διαιρείται σε πολυάριθμα ανεξάρτητα βασίλεια και ελεύθερες πόλεις (Freie Reichsstadt). Τέλος, μετά τον Τριακονταετή πόλεμο (1618-1648) ο οποίος χωρίζει τη δυτική Ευρώπη σε καθολικούς και προτεστάντες, o αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας χάνει την δύναμή του και ντε φάκτο παραμένει συμβολική μορφή.

Το 1806 ο Ναπολέων Βοναπάρτης αναγκάζει τον τότε ο αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, Φραγκίσκο Β', να παραιτηθεί. Κατόπιν ενώνει πολλά από τα γερμανικά βασίλεια, στα οποία ενσωματώνει και πολλές ανεξάρτητες (άλλωτε περισσότερες από 80). Το Κογκρέσο της Βιέννης συνεχίζει την πολιτική της ένωσης με τελικό αποτέλεσμα την ίδρυση της Γερμανικής Ομοσπονδίας, η οποία αποτελείται από 38 γερμανικά κράτη. Η ισχυρότερη δύναμη εντός της χαλαρής αυτής ομοσπονδίας είναι η Αυστρία.

Οι συνεχείς συγκρούσεις μεταξύ της Αυστρίας και της νέας γερμανικής δύναμης Πρωσίας οδηγούν στον Γερμανο-αυστριακό πόλεμο του 1866. Αφού η Πρωσία νικά την Αυστρία, η Γερμανική Ομοσπονδία διαλύεται. Μετά το Γάλλο-Πρωσικό πόλεμο του 1871/72 ιδρύεται η Γερμανική Ομοσπονδία του Βορρά με πρώτη δύναμη την Πρωσία και δίχως την Αυστρία.


Ανακήρυξη του Γερμανικού Ράιχ στο παλάτι των κατειλημμένων Βερσαλλιών στο Παρίσι, 1871. Ο Μπίσμαρκ φοράει τα άσπρα.Το ίδιο έτος οι Γερμανοί ηγεμόνες ανακηρύττουν στα ανάκτορα των Βερσαλλιών την Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία (το Ράιχ) και προσφέρουν το στέμμα στον Γουλιέλμο Α' της Πρωσίας. O Ότο φον Βίσμαρκ ονομάζεται καγκελάριος της αυτοκρατορίας.

Στα τέλη του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και η γερμανική μοναρχία βρίσκει το τέλος της. Ο Γουλιέλμος Β' παραιτείται και το Ράιχ μετατρέπεται σε κοινοβουλευτική δημοκρατία. Με την συνθήκη των Βερσαλλιών οι Γερμανοί χάνουν μεγάλες εκτάσεις (στο σύνολο περίπου 11%) του κράτους τους στη Γαλλία, το Βέλγιο, τη Τσεχοσλοβακία, τη Δανία, τη Λιθουανία και τη Πολωνία. Επίσης χάνουν όλες τις αποικίες τους και υποχρεώνονται να πληρώνουν αρκετά μεγάλο ετήσιο ποσό επανορθώσεων στις νικητήριες δυνάμεις για περίπου 80 χρόνια.

Μετά την πτώση της Γερμανικής Δημοκρατίας η Γερμανία της μορφής του Τρίτου Ράιχ ακολουθεί από το 1933 αυστηρή επεκτατική πολιτική: To 1938 o ηγέτης της Γερμανίας, Αδόλφος Χίτλερ, ενσωματώνει την πατρίδα του Αυστρία και εξασφαλίζει με την συμφωνία του Μονάχου την προσάρτηση της Σουδητίας (περιοχή Γερμανόφωνων της Τσεχοσλοβακίας). Με την γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας στις 1 Σεπτεμβρίου 1939 αρχίζει ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος για την Γερμανία λήγει στις 8 Μαΐου 1945 με συνθηκολόγηση άνευ όρων. Πριν, στις 30 Απριλίου, ο Χίτλερ αυτοκτονεί ενώ το 1946 οι επιζώντες πολιτικά και στρατιωτικά κυρίως υπεύθυνοι καταδικάζονται στην Δίκη της Νυρεμβέργης. Οι νικητήριες δυνάμεις ΗΠΑ, ΕΣΣΔ και Ηνωμένο Βασίλειο, όπως και η κατοπινή κατοχική δύναμη Γαλλία ιδρύουν στις κατεχόμενες ζώνες τους νέο δημοκρατικό κράτος ενώ η σταλινική Σοβιετική Ένωση ιδρύει σοσιαλιστικό κράτος. H Γερμανία χάνει μεγάλα τμήματα της ανατολικής επικράτειάς της, τα οποία αποδίδονται κυρίως στην Πολωνία, ενώ το βόρειο τμήμα της ανατολικής Πρωσίας ενσωματώνεται στην ΕΣΣΔ.

Στις 23 Μαΐου 1949 ψηφίζεται το σύνταγμα της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, η οποία ιδρύεται στις τρεις ζώνες κατοχής των δυτικών δυνάμεων. Η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας ιδρύεται στις 7 Οκτωβρίου 1949 στην σοβιετική ζώνη. Μεγάλες εκτάσεις (της ανατολής) του πρώην Γερμανικού Ράιχ παραχωρούνται στις γειτονικές χώρες. Ο κατοπινός ψυχρός πόλεμος μεταξύ ανατολής και δύσεως χωρίζει την κεντρική Ευρώπη, συμπεριλαμβάνοντας τα δύο γερμανικά κράτη με το λεγόμενο "σιδηρούν παραπέτασμα" (βλ. Τείχος του Βερολίνου). Στα τέλη της δεκαετίας του '80 η αλλαγή της ηγεσίας της Σοβιετικής Ενώσεως οδηγεί σε πολιτική σύγκλισης, σε (ειρηνικές) επαναστάσεις και τελικά στην πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος της Ανατολικής Γερμανίας και των άλλων χωρών μελών του Συμφώνου της Βαρσοβίας. Με την πτώση του σιδηρούν παραπετάσματος στην κεντρική Ευρώπη ανοίγουν και τα σύνορα μεταξύ δυτικής και ανατολικής Γερμανίας. Στις 3 Οκτωβρίου 1990 πραγματοποιείται η προσχώρηση της Ανατολικής Γερμανίας στο δυτικό κράτος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Οι δυνάμεις κατοχής του Β' Παγκοσμίου Πολέμου εγκαταλείπουν την χώρα, γεγονός που για την Γερμανία σημαίνει την επαναφορά της ανεξαρτησίας της.

[Επεξεργασία] Γεωγραφία
Ξεκινώντας από τον βορρά και προχωρώντας προς το νότο διακρίνονται τέσσερις φυσικές περιοχές που διαφέρουν μεταξύ τους: το Γερμανικό Βαθύπεδο (Norddeutsche Tiefebene), τα Μεσαία Όρη (Mittelgebirge), το Σουηβοβαυαρικό Υψίπεδο (Nördliches Alpenvorland) και οι Γερμανικές Άλπεις (Ostalpen).

Το Γερμανικό Βαθύπεδο κλείνεται στα νότια από τους ορεινούς όγκους της κεντρικής Ευρώπης ενώ στα βόρεια κατεβαίνει προς τις πεδινές λεκάνες που βρέχονται από τη Βόρεια Θάλασσα και τη Βαλτική Θάλασσα και γενικώς έχει όψη μάλλον ομοιόμορφη.

Τα Μεσαία Όρη δεν έχουν πραγματική μορφολογική ενότητα. Το ίδιο το βόρειο όριο με το βαθύπεδο είναι συχνά ασαφές και μερικές φορές πολύ έντονο με μεγάλες προεξοχές. Στα νότια, στην περιοχή του άνω Δούναβη περίπου, τα Μεσαία Όρη αποτελούν προϊόν πολύπλοκων ορογενετικών και ηπειρογενετικών φαινομένων που ανάγονται στην πρωτογενή εποχή. Ερκύνιες ορογενετικές κινήσεις παραμόρφωσαν έντονα την περιοχή ώστε να καταλήξει σε σειρά πολλών λόφων που σκεπάστηκε πολλές φορές από τα νερά της θάλασσας. Έπειτα από την αλπική ορογένεση, η περιοχή καλύφτηκε από ακανόνιστες οροσειρές που προκάλεσαν τεκτονικές μετατοπίσεις.

Νότια του Δούναβη υψώνεται βαθμιαία το Σουηβοβαυαρικό Υψίπεδο, το οποίο αποτελεί κεντρικό τμήμα της εκτεταμένης περιοχής των υποαλπικών υψωμάτων, που απλώνονται στους πρόποδες των εξωτερικών πλαγιών των Άλπεων, ανάμεσα στη Σαβοΐα και στη λεκάνη της Βιέννης, πλούσια σε βοσκότοπους και δάση κωνοφόρων.

Το γερμανικό τμήμα των Άλπεων αποτελεί στενή λωρίδα μονάχα που αντιστοιχεί στο Βαυαρικό οροπέδιο και τις Βαυαρικές Προάλπεις. Ψηλότερη κορυφή των Γερμανικών Άλπεων και συγχρόνως ολόκληρης της Γερμανίας είναι η Τσούγκσπιτσε στη Βαυαρία, που φτάνει τα 2.962 μ.

[Επεξεργασία] Κλίμα
Το μεγαλύτερο τμήμα της χώρας έχει ένα εύκρατο κλίμα με εποχικές διακυμάνσεις, ενώ γενικά επικρατούν υγροί δυτικοί άνεμοι. Το κλίμα επηρρεάζεται από το βόρειο Ατλαντικό ρεύμα, ως βόρεια προέκταση του Ρεύματος του Κόλπου. Αυτά τα θερμά νερά επηρρεάζουν τις βόρειες παράκτιες στη Βόρεια Θάλασσα περιοχές, συμπεριλαμβάνοντας τη χερσόνησο της Γιουτλάνδης και τις περιοχές κατά μήκος του Ρήνου, ο οποίος εκβάλλει στη Βόρεια Θάλασσα. Αυτό έχει ως συνέπεια την παρουσία ωκεάνιου κλίματος στις βορειοδυτικές και βόρειες περιοχές, με μέγιστη βροχόπτωση το καλοκαίρι και παρουσία υετού όλο το χρόνο. Οι χειμώνες είναι ήπιοι και τα καλοκαίρια δροσερά, αν και σε ορισμένες περιοχές οι θερμοκρασίες υπερβαίνουν και τους 30 °C για παρατεταμένες περιόδους.

Στα ανατολικά της χώρας το κλίμα είναι περισσότερο ηπειρωτικό, με ψυχρούς χειμώνες και θερμά καλοκαίρια, αλλά και με παρατεταμένες περιόδους ανομβρίας.

Η κεντρική και νότια Γερμανία αποτελούν κλιματικά μεταβατικές περιοχές από μέσο ωκεάνιο κλίμα σε ηπειρωτικό ή ορεινό, ιδιαίτερα προς την περιοχή των Άλπεων. Ακόμα και εδώ όμως, οι καλοκαιρινές θερμοκρασίες είναι πιθανό να υπερβούν και τους 30 °C την καλοκαιρινή περίοδο.

[Επεξεργασία] Πολίτευμα
Το πολίτευμα της Γερμανίας είναι Ομοσπονδιακή Προεδρευόμενη Κοινοβουλευτική Δημοκρατία. Αρχηγός κράτους είναι ο Ομοσπονδιακός Πρόεδρος, ο οποίος είναι ο εγγυητής του πολιτεύματος και εκπροσωπεί το γερμανικό κράτος διεθνώς.[3] Η θητεία του διαρκεί πέντε χρόνια. Αρχηγός της κυβέρνησης είναι ο Καγκελάριος, ο οποίος ασκεί εκτελεστική εξουσία. Σήμερα Πρόεδρος είναι ο Χορστ Κέλερ και Καγκελάριος η Άνγκελα Μέρκελ.

Σε ομοσπονδιακό επίπεδο υπάρχουν δύο νομοθετικά σώματα: η Ομοσπονδιακή Βουλή (Bundestag) και το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο (Bundesrat). Τα μέλη της Ομοσπονδιακής Βουλής εκλέγονται απ' ευθείας από το λαό σε εθνικό επίπεδο κάθε τέσσερα χρόνια. Αρμοδιότητα της Ομοσπονδιακής Βουλής είναι και η εκλογή του Καγκελάριου.[4] Το Ομοσπονδιακό Συμβούλιο αντιπροσωπεύει τα ομόσπονδα κρατίδια και τα μέλη του ορίζονται από τις κυβερνήσεις των κρατιδίων.[5]

[Επεξεργασία] Κόμματα
Στη μεταπολεμική ιστορία της Γερμανίας κυριαρχούν δύο κόμματα: το Χριστιανοδημοκρατικό (CDU) και το Σοσιαλδημοκρατικό (SPD). Καθώς το εκλογικό σύστημα ευνοεί τη δημιουργία συνασπισμών, άλλα μικρότερα κόμματα έχουν κατά καιρούς συμμετάσχει στην κυβέρνηση. Σήμερα εκτός των CDU/CSU και SPD στην Ομοσπονδιακή Βουλή μετέχουν το Ελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα (FPD), Η Αριστερά (Die Linke) και η Συμμαχία '90/Οι Πράσινοι (Bündnis 90/Die Grünen).[6]

Στις εκλογές του 2005 το αποτέλεσμα των εκλογών ήταν περίπου ισόπαλο για τα δύο μεγάλα κόμματα, με βραχεία κεφαλή του CDU. Έτσι σχηματίστηκε κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού με Καγκελάριο την αρχηγό των χριστιανοδημοκρατών Άνγκελα Μέρκελ. Στις εκλογές του 2009 πρώτα κόμμα αναδείχτηκαν και πάλι οι χριστιανοδημοκράτες. Η Άνγκελα Μέρκελ αναμένεται να σχηματίσει κυβέρνηση συνασπισμού με τους ελεύθερους δημοκράτες που ενίσχυσαν σημαντικά τα ποσοστά τους.[7]

[Επεξεργασία] Διοικητική διαίρεση

Κρατίδια της ΓερμανίαςΚύριο άρθρο: Γερμανικά ομόσπονδα κρατίδια
Η Γερμανία διαιρείται σε δεκαέξι ομόσπονδα κρατίδια, τα λεγόμενα Bundesländer (στον ενικό Bundesland). Το κάθε ομόσπονδο κρατίδιο έχει τη δική του κυβέρνηση και το δικό του κοινοβούλιο καθώς και τα δικά του σύμβολα (σημαία, εθνόσημο). Ορισμένα μάλιστα έχουν το δικό τους εθνικό ύμνο, όπως π.χ. η Βαυαρία. Ο αρχηγός του κάθε κράτους κατέχει τον τίτλο του πρωθυπουργού (γερμαν. Ministerpräsident).

Από τα δεκαέξι κρατίδια, τα τρία αποτελούν κρατίδια-πόλεις. Αυτά είναι: η πρωτεύουσα Βερολίνο, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη και κύριο λιμάνι της χώρας το Αμβούργο καθώς και η Βρέμη. Οι δύο τελευταίες πόλεις έχουν μακρά παράδοση αυτονομίας που χρονολογείται από τα ύστερα μεσαιωνικά έτη, όταν αμφότερες αποτελούσαν μέλη της Χανσεατικής Ένωσης.

Τα υπόλοιπα δεκατρία κρατίδια αποτελούν είτε την ιστορική συνέχεια ανεξαρτήτων γερμανικών κρατών πριν από την ένωση του 1871 (όπως π.χ. η Βαυαρία, η Έσση), άλλα δημιουργήθηκαν μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (όπως η Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, η Κάτω Σαξωνία). Μετά την επανένωση του 1990 δημιουργήθηκαν πέντε νέα κρατίδια από τα εδάφη της Ανατολικής Γερμανίας, των οποίων οι ονομασίες αντιστοιχούν είτε σε ιστορικά κράτη προ του 1871 (π.χ. η Σαξωνία) είτε σε ιστορικές περιοχές (π.χ. το Βρανδεμβούργο). Τα μεγάλα σε πληθυσμό ομόσπονδα κρατίδια υποδιαιρούνται σε μικρότερες διοικητικές ενότητες, αντιστοίχων των ελληνικών νομών.

Στα ελληνικά Στα γερμανικά
Ομόσπονδο κρατίδιο Πρωτεύουσα Bundesland Hauptstadt
1 Βάδη-Βυρτεμβέργη Στουτγκάρδη Baden-Württemberg Stuttgart
2 Βαυαρία Μόναχο (Freistaat) Bayern München
3 Βερολίνο Βερολίνο Berlin Berlin
4 Βρανδεμβούργο Πότσνταμ Brandenburg Potsdam
5 Βρέμη Βρέμη (Freie Hansestadt) Bremen Bremen
6 Αμβούργο Αμβούργο (Freie und Hansestadt) Hamburg Hamburg
7 Έσση Βισμπάντεν Hessen Wiesbaden
8 Μεκλεμβούργο-Προπομερανία Σβερίν Mecklenburg-Vorpommern Schwerin
9 Κάτω Σαξωνία Ανόβερο Niedersachsen Hannover
10 Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία Ντίσελντορφ Nordrhein-Westfalen Düsseldorf
11 Ρηνανία-Παλατινάτο Μάιντς Rheinland-Pfalz Mainz
12 Σάαρλαντ Σααρμπρίκεν Saarland Saarbrücken
13 Σαξωνία Δρέσδη (Freistaat) Sachsen Dresden
14 Σαξωνία-Άνχαλτ Μαγδεβούργο Sachsen-Anhalt Magdeburg
15 Σλέσβιχ-Χολστάιν Κίελο Schleswig-Holstein Kiel
16 Θουριγγία Έρφουρτ (Freistaat) Thüringen Erfurt

[Επεξεργασία] Πόλεις
Οι πέντε μεγαλύτερες πόλεις της Γερμανίας ( 31 Μαρτίου 2005):

Βερολίνο με 3.391.407 κάτοικους
Αμβούργο με 1.736.752 κάτοικους
Μόναχο με 1.397.537 κάτοικους
Κολωνία με 975.907 κάτοικους
Φρανκφούρτη με 657.126 κάτοικους
[Επεξεργασία] Οικονομία
Η οικονομία της Γερμανίας βασίζεται κυρίως στον βιομηχανικό στον τομέα παροχής υπηρεσιών. Ενώ μεγάλες εκτάσεις της χώρας καταλαμβάνονται από αγροτικές καλλιέργειες, μόνο το 2-3% του πληθυσμού ασχολείται με τον τομέα αυτό, λόγω της μηχανοποίησης των καλλιεργειών. Με ΑΕΠ 2.714.418 εκατομμυρίων δολαρίων (2005), η Γερμανία αποτελεί την μεγαλύτερη εθνική οικονομία στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την τρίτη μεγαλύτερη παγκοσμίως. Εκτός αυτού, είναι η μεγαλύτερη εξαγωγός χώρα του κόσμου. Όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο, η Γερμανία είναι, βάσει Δείκτη Ανθρώπινης Ανάπτυξης (Human Development Index), 19η στον κόσμο, ενώ η World Bank Group εκτιμά την ευημερία ανά κάτοικο ως την 5η μεγαλύτερη στον κόσμο, μετά από Ελβετία, Δανία, Σουηδία και ΗΠΑ.

[Επεξεργασία] Δημογραφία
[Επεξεργασία] Πληθυσμός και στατιστικά στοιχεία
Με περίπου 82 εκατομμύρια κατοίκους, η Γερμανία είναι η μεγαλύτερη πληθυσμιακά χώρα της Ευρώπης. Ο ρυθμός γεννήσεων είναι όμως ένας από τους χαμηλότερους στην ήπειρο, ενώ στατιστικά αντιστοιχούν 1,41 παιδιά ανά γυναίκα. Ο ρυθμός αύξησης του πληθυσμού είναι αρνητικός, με τελευταία εκτίμηση -0,05% σε ετήσια βάση, και διατηρείται σε αυτό το επίπεδο αποκλειστικά από το μεταναστευτικό ρεύμα και τους μετανάστες που ζουν εκεί. Σε άλλη περίπτωση, ο πληθυσμός της χώρας θα μειωνόταν με ρυθμός 0,9% το χρόνο.

Η πλειονότητα των κατοίκων, περίπου 68 εκατομμύρια (82%), είναι Γερμανικής καταγωγής, ενώ συνολικά περίπου 75 εκατομμύρια έχουν την γερμανική υπηκοότητα. Περίπου 15 εκατομμύρια κάτοικοι είναι ξένης καταγωγής, ενώ 8 εκατομμύρια έχουν ξένες υπηκοότητες. Οι μεγαλύτερες ομάδες μεταναστώ προέρχονται κυρίως από χώρες της ανατολικής Ευρώπης, έχοντας γερμανική καταγωγή, όπως Ρώσοι και Πολωνοί. Επίσης, μεγάλο τμήμα προέρχεται από χώρες της Ασίας, όπως Τούρκοι, Κούρδοι, Ιρανοί και Άραβες. Το υπόλοιπο ποσοστό των μεταναστών προέρχεται από χώρες της νότιας Ευρώπης, όπως την Ιταλία, τη Βοσνία Ερζεγοβίνη, τη Σλοβενία, τη Σερβία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Τέλος, μικρό ποσοστό προέρχεται από χώρες της Αφρικής.

Σημαντικές πληθυσμιακές ομάδες με πλήρη ή μερική γερμανική καταγωγή, καταγράφονται στις ΗΠΑ (περίπου 50 εκατ.), στη Βραζιλία (περίπου 5 εκατ.), και στον Καναδά (περίπου 3 εκατ.).

Το προσδόκιμο ζωής, στο σύνολο του πληθυσμού είναι 79,26 έτη, 76,26 χρόνια για τους άνδρες και 82,42 για τις γυναίκες.

Μεγάλο μέρος του πληθυσμού συγκεντρώνεται σε μεγάλα αστικά συγκροτήματα, όπως το Βερολίνο, το Αμβούργο, το Μόναχο, η Κολονία, η Φρανκφούρτη και η Στουτγκάρδη. Παράλληλα, η επαρχία της χώρας είναι αρκετά πυκνοκατοικημένη, με μικρές πόλεις, κωμοπόλεις, αλλά και μεγάλα χωριά, σε όλη την έκτασή της. Πρέπει να σημειωθεί ότι μεγάλη αστική συγχώνευση καταγράφεται στην περιοχή του Ρήνου στο Ρουρ, στο ομόσπονδο κρατίδιο της Βόρεια Ρηνανίας-Βεστφαλίας, όπου περίπου 12 εκατ. κατοικούν στις γειτονικές πόλεις του Ντίσελντορφ, της Κολονίας, του Έσσεν, του Ντόρτμουντ, του Ντούισμπουργκ και του Μπόχουμ.

[Επεξεργασία] Θρησκεία
Ο χριστιανισμός είναι η επικρατέστερη θρησκεία στη Γερμανία, με περίπου 53 εκατομμύρια πιστούς, σχεδόν το 64% του συνολικού πληθυσμού. Συγκεκριμένα, το 32,3% (περίπου 27 εκατ.) είναι προτεστάντες, κυρίως ευαγγελιστές, και το υπόλοιπο 31% (περίπου 26 εκατ.) καθολικοί. Επίσης, υπάρχουν μειονότητες ορθοδόξων, κοπτών και άλλων χριστιανικών δογμάτων. Οι ορθόδοξοι κυρίως προέρχονται από τη Σερβία και την Ελλάδα. Οι προτεστάντες καταγράφονται στη βόρεια και την ανατολική Γερμανία, ενώ οι καθολικοί κυριαρχούν στο νότο και τα δυτικά της χώρας. Σημειώνεται ότι ο σημερινός προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ' έχει γεννηθεί στη Βαβαρία.

Το Ισλάμ και ο μωαμεθανισμός αποτελεί τη δεύτερη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα της χώρας, με σχεδόν 4,5 εκατ. πιστούς, που αναλογούν περίπου στο 5% του συνολικού πληθυσμού. Οι περισσότεροι προέρχονται από μεταναστευτικά ρεύματα, ενώ κυριαρχούν οι Σουνίτες και οι Αλεβίτες, προερχόμενοι από την Τουρκία. Επίσης, καταγράφεται μικρός αριθμός Σιιτών.

Ο Βουδισμός και οι Εβραίοι έχουν περίπου 200.000 πιστούς (0.25%), ενώ ο Ινδουισμός και οι Σιχ ακολουθούν με μικρότερα ποσοστά. Σχεδόν το 50% των βουδιστών στη Γερμανία είναι μετανάστες από χώρες της Ασίας. Επίσης, η Γερμανία έχει τον τρίτο μεγαλύτερο πληθυσμό Εβραίων στην Ευρώπη, μετά τη Γαλλία και τη Μεγάλη Βρετανία, ενώ πόλεις με σημαντική εβραϊκή παρουσία είναι το Βερολίνο, η Φρανκφούρτη και το Μόναχο.

Το ποσοστό του μη θρησκευόμενου πληθυσμού, που περιλαμβάνει άθεους και αγνωστιστές, ανέρχεται περίπου στο 30% του συνολικού πληθυσμού, ενώ γεωγραφικά καταγράφεται ιδιαίτερα στα πρώην κρατίδια της Ανατολικής Γερμανίας, καθώς και σε μεγάλες αστικές περιοχές. Σύμφωνα με έρευνα του 2005 για το Ευρωβαρόμετρο, το 47% των πολιτών της Γερμανίας συμφωνούν με τη φράση "Πιστεύω ότι υπάρχει Θεός", ενώ το 25% συμφωνεί με τη φράση "Πιστεύω ότι υπάρχει ένα είδος πνευματικής δύναμης", και άλλο ένα 25% αναφέρει ότι "Δεν πιστεύων ότι υπάρχει κάποιο είδος πνευματικής δύναμης ή Θεού".

[Επεξεργασία] Γλώσσα
Τα Γερμανικά αποτελούν την επίσημη και κυρίαρχη γλώσσα στη Γερμανία. Είναι μία από τις 23 επίσημες γλώσσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και μία από τις τρεις γλώσσες εργασίας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, μαζί με τα Γαλλικά και τα Αγγλικά. Αναγνωρισμένες γλωσσικές μειονότητες στη Γερμανία απότελούν τα Δανικά, τα Σορβικά, τα Ρωμανικά και τα Φριζικά, ενώ η πιο διαδεδομένες γλώσσες ανάμεσα στους μετανάστες είναι τα Τουρκικά, τα Πολωνικά, τα Ρώσικα, και διάφορες Βαλκανικές γλώσσες.

Η επίσημη Γερμανική γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των δυτικών γερμανικών γλωσσών, ενώ κατατάσσεται και συγγενεύει με τα Αγγλικά, τα Ολανδικά, αλλά και τις Φριζικές γλώσσες. Σε μικρότερο βαθμό συνδέεται επίσης με την οικογένεια των ανατολικών και βόρειων (σήμερα εκλειπτόντων) γερμανικών γλωσσών. Το μεγαλύτερο μέρος του λεξιλογίου της προέρχεται από τον γερμανικό κλάδο των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών, ενώ μικρά τμήματά του κατάγονται από τα Λατινικά και τα Ελληνικά, καθώς και τα Γαλλικά και τα σύγχρονα Αγγλικά. Η γραφή γίνεται με τη χρήση του Λατινικού αλφαβήτου, το οποίο έχει 26 χαρακτήρες, με την προσθήκη τριών φωνηέντων με διπλή άνω στίξη, γνωστή ως Ούμλαουντ (Umlaut), των ä, ö, και ü, και του χαρακτήρα Εστσέτ (Eszett), ß, με συριστική προφορά του σίγμα.

Διάφορες διάλεκτοι της γλώσσας καταγράφονται ως ποικιλίες, με κύριο άξονα παραδοσιακά τοπικές ιδιαιτερότητες στο λόγο, προερχόμενες από ιστορικά διαφορετικά γερμανικά φύλα. Ορισμένες από αυτές είναι δυσνόητες για όσους γνωρίζουν μόνο τα επίσημα Γερμανικά, καθώς διαφέρουν στο λεξιλόγιο, την προφορά, αλλά και τη σύνταξη.

Σε παγκόσμιο επίπεδο, η Γερμανική γλώσσα ομιλείται από περίπου 100 εκατομμύρια ανθρώπους, αλλά σχεδόν 80 εκατομμύρια μη Γερμανόφωνους. Αποτελεί την κύρια γλώσσα για περίπου 90 εκατομμύρια κατοίκων (18%) της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Παράλληλα, τα Γερμανικά αποτελού επίσημη γλώσσα στην Αυστρία, την Ελβετία, το Λουξεμβούργο και το Βέλγιο, ενώ γερμανόφωνοι κάτοικοι υπάρχουν στην Ολλανδία, στην Δανία, στην Τσεχία, την Πολωνία, την Ουγγαρία και τη Λιθουανία.

[Επεξεργασία] Μεταφορές
Η χώρα καλύπτεται από πυκνό δίκτυο αυτοκινητοδρόμων (Autobahn) υψηλής ποιότητας και με άψογη σήμανση. Το σιδηροδρομικό δίκτυο είναι από τα πυκνότερα της Ευρώπης, ενώ οι περισσότεροι ποταμοί της είναι πλωτοί και σημαντικό τμήμα των μεταφορών εμπορευμάτων γίνεται μέσω αυτών. Διαθέτει, επίσης, μεγάλους λιμένες, όπως το Κίελο και η Βρέμη και σχεδόν όλες οι μεγάλες πόλεις διαθέτουν διεθνείς αερολιμένες. Η οδήγηση γίνεται στα δεξιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου